| Κύριες μεταφράσεις |
| charge [sb]⇒ vtr | (ask for money) | χρεώνω ρ μ |
| | I think the waiter forgot to charge me. |
| | Νομίζω ότι ο σερβιτόρος ξέχασε να με χρεώσει. |
| charge [sb] for [sth] vtr + prep | (ask for money) | χρεώνω κπ για κτ ρ μ + πρόθ |
| | | χρεώνω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ |
| | The barman didn't charge me for my drink. |
| | Ο μπάρμαν δεν με χρέωσε για το ποτό μου. |
| charge [sb] [sth]⇒ vtr | (ask for money) | χρεώνω κπ κτ ρ μ |
| | (καθομ: ζητώ και παίρνω) | παίρνω κτ από κπ ρ μ + πρόθ |
| | (κατά λέξη: ζητάω να πάρω) | ζητάω κτ από κπ, ζητώ κτ από κπ ρ μ + πρόθ |
| | The taxi driver charged me £15. |
| | Ο ταξιτζής με χρέωσε 15 λίρες. |
| | Ο ταξιτζής μου πήρε (or: μου ζήτησε) 15 λίρες. |
| charge [sth]⇒ vtr | (ask as a fee) | χρεώνω ρ μ |
| | | πληρώνομαι ρ μ |
| | (ανεπίσημο) | παίρνω ρ μ |
| | The lawyer charges a hundred pounds an hour. |
| | Ο δικηγόρος χρεώνει εκατό δολάρια την ώρα. |
| | Ο δικηγόρος πληρώνεται εκατό δολάρια την ώρα. |
| | Ο δικηγόρος παίρνει εκατό δολάρια την ώρα. |
| charge [sth] vtr | (power: battery, etc.) | φορτίζω ρ μ |
| | I need to charge my mobile phone. |
| | Πρέπει να φορτίσω το κινητό μου. |
| charge n | often plural (fee) | χρέωση ουσ θηλ |
| | The video rental shop has a late fee charge. |
| | Το βίντεο κλαμπ έχει χρέωση για τις καθυστερημένες επιστροφές. |
| charge n | often plural (debit) | χρέωση ουσ θηλ |
| | There are extra charges on my account. |
| | Υπάρχουν έξτρα χρεώσεις στον λογαριασμό μου. |
| charge n | often plural (official accusation) | κατηγορία ουσ θηλ |
| | John was innocent of the charges against him. |
| | Ο Τζον ήταν αθώος για όλες τις κατηγορίες εναντίον του. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| charge n | (load) | φορτίο ουσ ουδ |
| | This is heavy charge for such a small car. |
| charge n | (order) | εντολή, διαταγή ουσ θηλ |
| | The soldier was unimpressed by his charge to clean the whole barracks. |
| charge n | formal (duty) | ευθύνη, υποχρέωση ουσ θηλ |
| | | χρέος, καθήκον ουσ ουδ |
| | Will you promise to help my family? Will you take this charge? |
| charge n | (military attack) | έφοδος ουσ θηλ |
| | | επιδρομή, επίθεση ουσ θηλ |
| | Pickett's charge was an important event in the American Civil War. |
| charge n | (control) | ευθύνη ουσ θηλ |
| | The manager has charge of two shops. |
| | Ο διευθυντής έχει την ευθύνη δύο καταστημάτων. |
| charge n | (battery power) | φόρτιση ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη, μτφ) | μπαταρία ουσ θηλ |
| | The charge on my phone has run down. |
charge, electrical charge, electric charge n | (electrical force) | φορτίο ουσ ουδ |
| | | ηλεκτρικό φορτίο επίθ + ουσ ουδ |
| | Instead of bullets, a taser shoots a 50,000-volt charge of electricity. |
| | When Steve touched the electrical outlet, the sudden charge made him jump. |
charge, explosive charge n | (explosive power) | φορτίο ουσ ουδ |
| | | εκρηκτικό φορτίο επίθ + ουσ ουδ |
| | Police believe that the bomber detonated a charge he was carrying. |
| charge n | (person in [sb] else's care) | αυτός που βρίσκεται υπό τη φροντίδα κπ περίφρ |
| | (πιθανά αρνητικό) | προστατευόμενος μτχ ενεστ |
| Σχόλιο: Μπορεί να μεταφραστεί ανάλογα με την περίπτωση, π.χ. για καθηγητή είναι ο μαθητής του. |
| | The tutor's charges were all very well-behaved children. |
| charge [sb] to do [sth] v expr | (order) (σε κάποιον να κάνει κάτι) | δίνω εντολή περίφρ |
| | (κάποιον να κάνει κάτι) | διατάζω, διατάσσω, προστάζω ρ μ |
| | (λιγότερο αυστηρό) | παραγγέλλω ρ μ |
| | (επίσημο, λόγιο) | εντέλλομαι ρ μ |
| | I charge you to look after the house properly while I am away. |
| charge⇒ vi | (rush forward) | ορμώ ρ αμ |
| | | χιμώ ρ αμ |
| | | εφορμώ ρ αμ |
| | The bull charged again and again. |
| charge up [sth] vi + prep | (hills, stairs: run up) | ανεβαίνω κτ γρήγορα ρ μ + επίρ |
| | | ανεβαίνω κτ τρέχοντας ρ μ + μτχ ενεστ |
| | | ανεβαίνω γρήγορα σε κτ έκφρ |
| | | ανεβαίνω τρέχοντας σε κτ έκφρ |
| | The infantry charged up the hill to meet the attack. |
| | Το πεζικό ανέβηκε γρήγορα τον λόφο για να αντιμετωπίσει την επίθεση. |
| charge in vi + prep | (rush into the room) | εισβάλλω ρ αμ |
| | (αργκό) | μπουκάρω ρ αμ |
| | The boss charged in and demanded to know why I hadn't yet handed him my report. |
| charge into [sth] vi + prep | (rush into: a room, etc.) | εισβάλλω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | (αργκό) | μπουκάρω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | The robber charged into the bank and shouted "Hands in the air!" |
| charge [sth]⇒ vtr | (debit an amount) | χρεώνω ρ μ |
| | The bank charges a fee if your balance falls below a specified amount of money. |
| charge [sb]⇒ vtr | (accuse) | κατηγορώ ρ μ |
| | The police charged Murphy because they thought he had broken the law. |
| charge [sb/sth]⇒ vtr | (rush towards) (σε κάποιον, κάτι) | ορμώ, χιμώ ρ αμ |
| | (καθομ: σε κάποιον, κάτι) | ρίχνομαι ρ αμ |
| | The other team charged the quarterback. |
| | Η άλλη ομάδα όρμησε στον επιθετικό. |
| | Η άλλη ομάδα ρίχτηκε στον επιθετικό. |
| charge [sth]⇒ vtr | (load) | γεμίζω ρ μ |
| | | γομώνω ρ μ |
| | The soldiers charged the cannon and it fired again. |
| charge [sth] with [sth] vtr + prep | (load) (κάτι με κάτι) | φορτώνω ρ μ |
| | (κκ/κτ έχει φορτωθεί με κτ) | είμαι φορτωμένος ρ έκφρ |
| | The lorry was fully charged with electrical goods and could hold no more. |
| | Είχαν φορτώσει το φορτηγό πλήρως με ηλεκτρολογικό εξοπλισμό και δεν άντεχε άλλο. |
| charge [sb] with [sth] vtr + prep | (entrust) (κάτι σε κάποιον) | αναθέτω ρ μ |
| | (κάποιον με κάτι) | επιφορτίζω ρ μ |
| | (κάτι σε κάποιον) | εμπιστεύομαι ρ μ |
| | The sergeant charged the corporal with command of the squad. |
| charge [sth] to [sth] vtr + prep | (debit an amount) | χρεώνω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ |
| | (καθομιλουμένη) | βάζω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ |
| | Just charge the bill to my account. |
| charge [sb] with [sth] vtr + prep | (accuse) | κατηγορώ κπ για κτ ρ μ + πρόθ |
| | The police charged the man with a crime. |
| charge [sb] with [sth] vtr + prep | (order) | αναθέτω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ |
| | (καθομιλουμένη) | βάζω κπ να κάνει κτ έκφρ |
| | The prison guard charged him with the cleaning of the latrines. |
Σύνθετοι τύποι:
|
| bank charges npl | (fees charged by a bank) | τραπεζικά έξοδα, τραπεζικά τέλη επίθ + ουσ ουδ πλ |
| | Unexpected bank charges can cause your account to go overdrawn. |
charge account (US), credit account (UK) n | (for deferred payment) | τρεχούμενος λογαριασμός ουσ αρσ |
| charge card n | colloquial (credit card) | κάρτα προθεσμιακής χρέωσης φρ ως ουσ θηλ |
| chargé d'affaires n | Gallicism (diplomatic official) | επιτετραμμένος, επιτετραμμένη ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| charge for [sth] vi + prep | (require payment) | χρεώνω για ρ μ |
| | Airlines charge for everything these days; you even have to pay for peanuts! |
| | Οι αεροπορικές εταιρείες χρεώνουν για τα πάντα σήμερα. Πρέπει να πληρώσεις ακόμη και για φιστίκια! |
| charge nurse n | UK (nurse in charge of a ward) | προϊσταμένη ουσ θηλ |
charge-off, chargeoff n | (banking: write-off) | επισφάλεια ουσ θηλ |
| | | ζημία ουσ θηλ |
| conveyance charge n | (property lawyer's fee) (ακίνητη περιουσία) | αμοιβή δικηγόρου για μεταβίβαση περίφρ |
cover, cover charge n | US (entrance fee) (μεταφορικά: κόστος) | είσοδος ουσ θηλ |
| | | εισιτήριο ουσ ουδ |
| | There is a cover of ten dollars to enter the club. |
| cover charge n | (restaurant: added fee) | κουβέρ ουσ ουδ |
| | In European restaurants you often find a cover charge for bread and butter. |
| | Στα ευρωπαϊκά εστιατόρια, συχνά υπάρχει κουβέρ για το ψωμί και το βούτυρο. |
| demurrage n | (transport: fee for delay) (ναυτικό: πρόστιμο για υπεραναμονή) | επισταλία ουσ θηλ |
| | The shipper pays demurrage only to the destination port. |
depth charge, depth bomb n | (underwater explosive device) | βόμβα βυθού φρ ως ουσ θηλ |
| | | ανθυποβρυχιακή βόμβα επίθ + ουσ θηλ |
| electric charge | (physics) | ηλεκτρικό φορτίο επίθ + ουσ ουδ |
| extra charge n | (additional fee) | επιπλέον χρέωση φρ ως ουσ θηλ |
| finance charge n | (interest on a loan) | χρηματοδοτική δαπάνη, χρηματοδοτική επιβάρυνση επίθ + ουσ θηλ |
| | | τέλος χρηματοδότησης φρ ως ουσ ουδ |
| fixed charge n | often plural (finance: expense type) | πάγια χρέωση επίθ + ουσ θηλ |
| | | πάγιο τέλος επίθ + ουσ ουδ |
| | | πάγια επιβάρυνση επίθ + ουσ θηλ |
| free of charge adj | (having no cost) | δωρεάν επίθ άκλ |
| | The film was rubbish but it's okay because the seats were free of charge. |
| | Η ταινία ήταν χαζομάρα, αλλά δεν πειράζει γιατί οι θέσεις ήταν δωρεάν. |
| free of charge adv | (at no cost) | δωρεάν επίρ |
| | | χωρίς χρέωση φρ ως επίρ |
| | Breakfast is provided free of charge. |
| | Το πρωινό παρέχεται δωρεάν. |
| handling charge n | (amount charged to ship [sth]) | έξοδα αποστολής φρ ως ουσ ουδ |
handling fee, handling charge n | (amount charged to process [sth]) | κόστος διαχείρισης ουσ ουδ |
| | The bank charged a handling fee of £30 to convert the cheque from euros to pounds. |
| in charge adj | (having control) | υπεύθυνος επίθ |
| | I'm trying to find out who's in charge here. |
| | Προσπαθώ να βρω ποιος είναι ο υπεύθυνος εδώ πέρα. |
| in charge of [sth] expr | (having control of [sth]) | υπεύθυνος για κτ επίθ + πρόθ |
| | In the Prime Minister's absence, the Deputy Prime Minister is in charge of the country. |
| in charge of doing [sth] expr | (responsible for a task) | υπεύθυνος για κτ επίθ + πρόθ |
| | | που έχει αναλάβει να κάνει κτ περίφρ |
| | As secretary, Jess is in charge of taking down the minutes of the meeting. |
| in charge adj | (being manager) | υπεύθυνος επίθ |
| | Who's in charge in this department? |
| in charge of [sth/sb] adj + prep | (managing [sb], [sth]) (με γενική) | επικεφαλής επίρ ως επίθ |
| | (με γενική) | που ηγείται περίφρ |
| | The editor is in charge of a large team of journalists. |
| | Ο συντάκτης είναι ο επικεφαλής μιας μεγάλης ομάδας δημοσιογράφων. |
| | Ο συντάκτης ηγείται μιας μεγάλης ομάδας δημοσιογράφων. |
| late charge | (penalty charge) | τόκος υπερημερίας φρ ως ουσ αρσ |
n/c, NC n | written, initialism (no charge) | χωρίς χρέωση έκφρ |
| no charge expr | ([sth] is provided free) | χωρίς χρέωση περίφρ |
| | | δωρεάν επίρ |
| | (για το προϊόν, για την υπηρεσία) | δεν υπάρχει χρέωση περίφρ |
| | (το προϊόν, η υπηρεσία) | δεν χρεώνομαι περίφρ |
| | There is no charge for fresh towels; they come with the hotel room. |
| | The manufacturer will send you product samples at no charge. |
| nominal charge n | (minimal fee) | ελάχιστη χρέωση επίθ + ουσ θηλ |
| | | συμβολική χρέωση επίθ + ουσ θηλ |
| | If you buy the vacuum you can also get a set of accessories for it for a nominal charge. |
| out of charge adj | (having lost battery power) | ξεφόρτιστος επίθ |
| | | που έχει μείνει από μπαταρία έκφρ |
| person in charge n | (manager) | υπεύθυνος, υπεύθυνη επίθ ως ουσ αρσ, επίθ ως ουσ θηλ |
| | The store clerk was rude to me, so I complained to the person in charge. |
| person in charge of [sth] n | (manager of [sth]) | υπεύθυνος, υπεύθυνη επίθ ως ουσ αρσ, επίθ ως ουσ θηλ |
| | | αρμόδιος, αρμόδια επίθ ως ουσ αρσ, επίθ ως ουσ θηλ |
| | To get access, you'll have to speak with the person in charge of security. |
| | Για να αποκτήσεις πρόσβαση θα πρέπει να μιλήσεις με τον υπεύθυνο ασφαλείας. |
| reasonable charge n | (fair price) | λογική χρέωση ουσ θηλ |
| | Twenty dollars seemed a quite reasonable charge for mowing such a large lawn. |
| run out of charge v expr | (lose battery power) (η συσκευή) | πέφτει η μπαταρία έκφρ |
| | (η μπαταρία) | αδειάζω, ξεφορτίζομαι ρ μ |
| service charge n | (tip paid to serving staff) | κουβέρ, φιλοδώρημα ουσ ουδ |
| | There is a 10% service charge added to the restaurant bill. |
| shipping charge n | (overseas delivery fee) | έξοδα αποστολής φρ ως ουσ ουδ πλ |
| shipping charge n | US (cost to customer of transporting goods) | έξοδα αποστολής φρ ως ουσ ουδ πλ |
| take charge vtr + n | (take command, control) | αναλαμβάνω, παίρνω τον έλεγχο ρ μ |
| | When the captain was injured, the second officer had to take charge. |
| take charge of [sth] v expr | (take command or control of [sth]) | παίρνω τον έλεγχο έκφρ |
| | | αναλαμβάνω ρ μ |
| | Mara employed an accountant to take charge of her finances. |
| take-charge adj | informal (person: capable, authoritative) | δυναμικός επίθ |
| toll charge n | (traffic fee payable on a road) | διόδια ουσ ουδ πλ |
| | (κατά λέξη) | τέλη διοδίων φρ ως ουσ ουδ πλ |